προγευματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγευματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προγευματίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προγευματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προγευματίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγευματισμένος
|