προεκλεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεκλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προεκλέγω
Μετοχή[επεξεργασία]
προεκλεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προεκλέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεκλεγμένος
|