προμαντεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμαντεμένος η προμαντεμένη το προμαντεμένο
      γενική του προμαντεμένου της προμαντεμένης του προμαντεμένου
    αιτιατική τον προμαντεμένο την προμαντεμένη το προμαντεμένο
     κλητική προμαντεμένε προμαντεμένη προμαντεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμαντεμένοι οι προμαντεμένες τα προμαντεμένα
      γενική των προμαντεμένων των προμαντεμένων των προμαντεμένων
    αιτιατική τους προμαντεμένους τις προμαντεμένες τα προμαντεμένα
     κλητική προμαντεμένοι προμαντεμένες προμαντεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμαντεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προμαντεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

προμαντεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]