προξενεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προξενεμένος η προξενεμένη το προξενεμένο
      γενική του προξενεμένου της προξενεμένης του προξενεμένου
    αιτιατική τον προξενεμένο την προξενεμένη το προξενεμένο
     κλητική προξενεμένε προξενεμένη προξενεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προξενεμένοι οι προξενεμένες τα προξενεμένα
      γενική των προξενεμένων των προξενεμένων των προξενεμένων
    αιτιατική τους προξενεμένους τις προξενεμένες τα προξενεμένα
     κλητική προξενεμένοι προξενεμένες προξενεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προξενεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προξενεύω

Μετοχή

[επεξεργασία]

προξενεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]