προσαλλόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

προσαλλόμενος, -η, -ον

  • μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα - ρήμα προσάλλομαι
    ※  4ος αιώνας πκε Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
    Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.

Κλίση[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προσαλλόμενος προσαλλομένη τὸ προσαλλόμενον
      γενική τοῦ προσαλλομένου τῆς προσαλλομένης τοῦ προσαλλομένου
      δοτική τῷ προσαλλομέν τῇ προσαλλομέν τῷ προσαλλομέν
    αιτιατική τὸν προσαλλόμενον τὴν προσαλλομένην τὸ προσαλλόμενον
     κλητική ! προσαλλόμενε προσαλλομένη προσαλλόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προσαλλόμενοι αἱ προσαλλόμεναι τὰ προσαλλόμεν
      γενική τῶν προσαλλομένων τῶν προσαλλομένων τῶν προσαλλομένων
      δοτική τοῖς προσαλλομένοις ταῖς προσαλλομέναις τοῖς προσαλλομένοις
    αιτιατική τοὺς προσαλλομένους τὰς προσαλλομένᾱς τὰ προσαλλόμεν
     κλητική ! προσαλλόμενοι προσαλλόμεναι προσαλλόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσαλλομένω τὼ προσαλλομέν τὼ προσαλλομένω
      γεν-δοτ τοῖν προσαλλομένοιν τοῖν προσαλλομέναιν τοῖν προσαλλομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές