προσεταιριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσεταιριστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]προσεταιριστικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, άλγεβρα) προσεταιριστική ιδιότητα: η ιδιότητα που έχουν κάποιες πράξεις, όταν εκτελούνται διαδοχικά, να είναι το αποτέλεσμά τους ανεξάρτητο από τη σειρά με την οποία θα εκτελεστούν. Πχ (5+2)+1=5+(2+1), (2*2)*3=2*(2*3)
- ⮡ η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός έχουν την προσεταιριστική ιδιότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσεταιριστικός