προσηλυτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσηλυτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσηλυτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προσηλυτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσηλυτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσηλυτισμένος
|