προσμαρτυρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσμαρτυρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμαρτυρώ
Μετοχή
[επεξεργασία]προσμαρτυρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσμαρτυρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσμαρτυρημένος
|