προσμαρτυρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσμαρτυρημένος η προσμαρτυρημένη το προσμαρτυρημένο
      γενική του προσμαρτυρημένου της προσμαρτυρημένης του προσμαρτυρημένου
    αιτιατική τον προσμαρτυρημένο την προσμαρτυρημένη το προσμαρτυρημένο
     κλητική προσμαρτυρημένε προσμαρτυρημένη προσμαρτυρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσμαρτυρημένοι οι προσμαρτυρημένες τα προσμαρτυρημένα
      γενική των προσμαρτυρημένων των προσμαρτυρημένων των προσμαρτυρημένων
    αιτιατική τους προσμαρτυρημένους τις προσμαρτυρημένες τα προσμαρτυρημένα
     κλητική προσμαρτυρημένοι προσμαρτυρημένες προσμαρτυρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσμαρτυρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμαρτυρώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

προσμαρτυρημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]