προσμετρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμετρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προσμετρημένος, -η, -ο
- που έχει προσμετρηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσμετρημένος
|