προφωνούσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προφωνούσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
προφωνούσιμος, -η, -ο
- (δημοτική, συνήθως στο θηλυκό, προφωνούσιμη) αναφερόμενο στην εβδομάδα που προηγείται της Κυριακής κατά την οποία αρχίζει το Τριώδιο
- ※ Προφωνούσιμη βδομάδα, προφωνέσου, νοικοκύρη
κι άν δεν έχη το πουγγί σου, πάρε πούλα το βρακί σου.- ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, Τόμος Δ΄, σελ. 634 [1]
- ※ Την παροιμία υποτίθεται λέγουσα προσωποποιημένη η εβδομάς, η πρό της Κυριακής ήν άρχεται το τριώδιον: η εβδομάς αύτη καλείται διά τούτο προφωνούσιμη (παρά τοις βυζαντινοίς προφωνήσιμος), ως προφωνούσα, παραγγέλλουσα τί δέον να γίνη κατά της απόκρεως ή μετ' αυτήν δε πρώτη εβδομάς του τριωδίου
- ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παροιμίαι, τόμος 3, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1901, σελ. 673 [2] [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- ※ Προφωνούσιμη βδομάδα, προφωνέσου, νοικοκύρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφωνούσιμος
|