πρωταρχινισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωταρχινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρωταρχινίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πρωταρχινισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πρωταρχινίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωταρχινισμένος
|