πρωτοκαθισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοκαθισμένος η πρωτοκαθισμένη το πρωτοκαθισμένο
      γενική του πρωτοκαθισμένου της πρωτοκαθισμένης του πρωτοκαθισμένου
    αιτιατική τον πρωτοκαθισμένο την πρωτοκαθισμένη το πρωτοκαθισμένο
     κλητική πρωτοκαθισμένε πρωτοκαθισμένη πρωτοκαθισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοκαθισμένοι οι πρωτοκαθισμένες τα πρωτοκαθισμένα
      γενική των πρωτοκαθισμένων των πρωτοκαθισμένων των πρωτοκαθισμένων
    αιτιατική τους πρωτοκαθισμένους τις πρωτοκαθισμένες τα πρωτοκαθισμένα
     κλητική πρωτοκαθισμένοι πρωτοκαθισμένες πρωτοκαθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοκαθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρωτοκαθίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

πρωτοκαθισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]