πρωτοκαιρίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοκαιρίτικος
- (παρωχημένο, σπάνιο) ο πρώιμος
- ※ Ανεβαίνοντας προ ημερών στον Κίσαβο, για να μαζέψω τα πρωτοκαιρίτικα κεράσια της αυλής μου, και βλέποντας την πλούσια και αναγεννημένη βλάστηση με τα ολάνθιστα ευωδιαστά σπάρτα σε όλο το μήκος της διαδρομής, θυμήθηκα (…). (www.eleftheria.gr, 03.06.2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοκαιρίτικος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτικος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)