πρωτοποριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτοποριακός < πρωτοπορία + -ακός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avant-gardiste)
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτοποριακός
- που έχει σχέση με την πρωτοπορία, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτήν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πρωτοποριακά
- → δείτε τη λέξη πρωτοπόρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτοποριακός