πρωτοφαγωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοφαγωμένος η πρωτοφαγωμένη το πρωτοφαγωμένο
      γενική του πρωτοφαγωμένου της πρωτοφαγωμένης του πρωτοφαγωμένου
    αιτιατική τον πρωτοφαγωμένο την πρωτοφαγωμένη το πρωτοφαγωμένο
     κλητική πρωτοφαγωμένε πρωτοφαγωμένη πρωτοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοφαγωμένοι οι πρωτοφαγωμένες τα πρωτοφαγωμένα
      γενική των πρωτοφαγωμένων των πρωτοφαγωμένων των πρωτοφαγωμένων
    αιτιατική τους πρωτοφαγωμένους τις πρωτοφαγωμένες τα πρωτοφαγωμένα
     κλητική πρωτοφαγωμένοι πρωτοφαγωμένες πρωτοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρωτοτρώγω

Μετοχή

[επεξεργασία]

πρωτοφαγωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]