πρωτοφαγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτοφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρωτοτρώγω
Μετοχή
[επεξεργασία]πρωτοφαγωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πρωτοτρώγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτοφαγωμένος
|