πτηνόσχημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτηνόσχημος η πτηνόσχημη το πτηνόσχημο
      γενική του πτηνόσχημου της πτηνόσχημης του πτηνόσχημου
    αιτιατική τον πτηνόσχημο την πτηνόσχημη το πτηνόσχημο
     κλητική πτηνόσχημε πτηνόσχημη πτηνόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτηνόσχημοι οι πτηνόσχημες τα πτηνόσχημα
      γενική των πτηνόσχημων των πτηνόσχημων των πτηνόσχημων
    αιτιατική τους πτηνόσχημους τις πτηνόσχημες τα πτηνόσχημα
     κλητική πτηνόσχημοι πτηνόσχημες πτηνόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτηνόσχημος < πτην(ό) + -ό- + -σχημος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ptiˈno.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτη‐νό‐σχη‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

πτηνόσχημος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]