πτυσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυσμένος η πτυσμένη το πτυσμένο
      γενική του πτυσμένου της πτυσμένης του πτυσμένου
    αιτιατική τον πτυσμένο την πτυσμένη το πτυσμένο
     κλητική πτυσμένε πτυσμένη πτυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυσμένοι οι πτυσμένες τα πτυσμένα
      γενική των πτυσμένων των πτυσμένων των πτυσμένων
    αιτιατική τους πτυσμένους τις πτυσμένες τα πτυσμένα
     κλητική πτυσμένοι πτυσμένες πτυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτύω

Μετοχή

[επεξεργασία]

πτυσμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη πτύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]