πυκνωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνωμένος η πυκνωμένη το πυκνωμένο
      γενική του πυκνωμένου της πυκνωμένης του πυκνωμένου
    αιτιατική τον πυκνωμένο την πυκνωμένη το πυκνωμένο
     κλητική πυκνωμένε πυκνωμένη πυκνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνωμένοι οι πυκνωμένες τα πυκνωμένα
      γενική των πυκνωμένων των πυκνωμένων των πυκνωμένων
    αιτιατική τους πυκνωμένους τις πυκνωμένες τα πυκνωμένα
     κλητική πυκνωμένοι πυκνωμένες πυκνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

πυκνωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]