πόπανον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πόπανον τὰ πόπαν
      γενική τοῦ ποπάνου τῶν ποπάνων
      δοτική τῷ ποπάν τοῖς ποπάνοις
    αιτιατική τὸ πόπανον τὰ πόπαν
     κλητική ! πόπανον πόπαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποπάνω
γεν-δοτ τοῖν  ποπάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόπανον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόπανον, -ου ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]