πόπανον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πόπανον | τὰ | πόπανᾰ |
γενική | τοῦ | ποπάνου | τῶν | ποπάνων |
δοτική | τῷ | ποπάνῳ | τοῖς | ποπάνοις |
αιτιατική | τὸ | πόπανον | τὰ | πόπανᾰ |
κλητική ὦ! | πόπανον | πόπανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποπάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποπάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόπανον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόπανον, -ου ουδέτερο
- στρογγυλό γλύκισμα που προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 843 (841-843)
- κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδες | ἑστᾶσ᾽ ἐφεξῆς· τὰ τεμάχη ῥιπίζεται, | λαγῷ᾽ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται,
- Τα κροντήρια γεμάτα· τα κορίτσια | με τ᾽ αρώματ᾽ αραδιασμένα στέκουν. Φέτες ψάρια στη θράκα σιγοψένονται, | λαγοί στη σούβλα και στο φούρνο πίτες.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδες | ἑστᾶσ᾽ ἐφεξῆς· τὰ τεμάχη ῥιπίζεται, | λαγῷ᾽ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται,
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 680 (678-681)
- μετὰ τοῦτο δὲ | περιῆλθε τοὺς βωμοὺς ἅπαντας ἐν κύκλῳ, | εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον· | ἔπειτα ταῦθ᾽ ἥγιζεν εἰς σάκταν τινά.
- και κατόπι | να φέρνει βόλτα γύρω τους βωμούς, | μήπως είχεν απομείνει μελόπιτα καμιά, | και τ᾽ άγιαζε όλα χώνοντάς τα βαθιά σ᾽ ένα σακούλι.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- μετὰ τοῦτο δὲ | περιῆλθε τοὺς βωμοὺς ἅπαντας ἐν κύκλῳ, | εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον· | ἔπειτα ταῦθ᾽ ἥγιζεν εἰς σάκταν τινά.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 843 (841-843)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ποπάνευμα
- ποπανοποιέω
- ποπανοποιός
- ποπανώδης
- → και δείτε τις λέξεις πέσσω, πέττω και πέπτω
Πηγές[επεξεργασία]
- πόπανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόπανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)