πᾶγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάγος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πᾶγος οἱ πᾶγοι
      γενική τοῦ πάγου τῶν πάγων
      δοτική τῷ πάγ τοῖς πάγοις
    αιτιατική τὸν πᾶγον τοὺς πάγους
     κλητική ! πᾶγε πᾶγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάγω
γεν-δοτ τοῖν  πάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πᾶγος < λατινική pagus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πᾶγος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]