ρατσισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρατσισμός < (άμεσο δάνειο) ιταλική razzismo < razza + -ismo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρατσισμός αρσενικό
- η θεωρία που διακηρύσσει ότι μία φυλή έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά που την καθιστούν ανώτερη από τις άλλες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ράτσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ρατσισμός στη Βικιπαίδεια