ρεφενισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεφενισμένος η ρεφενισμένη το ρεφενισμένο
      γενική του ρεφενισμένου της ρεφενισμένης του ρεφενισμένου
    αιτιατική τον ρεφενισμένο τη ρεφενισμένη το ρεφενισμένο
     κλητική ρεφενισμένε ρεφενισμένη ρεφενισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεφενισμένοι οι ρεφενισμένες τα ρεφενισμένα
      γενική των ρεφενισμένων των ρεφενισμένων των ρεφενισμένων
    αιτιατική τους ρεφενισμένους τις ρεφενισμένες τα ρεφενισμένα
     κλητική ρεφενισμένοι ρεφενισμένες ρεφενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεφενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεφενίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ρεφενισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]