ρινόκερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρινόκερος αρσενικό

- (θηλαστικό ζώο) Φυτοφάγο παχύδερμο θηλαστικό της οικογένειας Rhinocerotidae. Ενδημεί στην Ασία και την Αφρική. Έχει παχύ γκριζωπό δέρμα και ένα ή δυο κέρατα στη μύτη του.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρινόκερος