κέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέρας | τα | κέρατα |
γενική | του | κέρατος | των | κεράτων |
αιτιατική | το | κέρας | τα | κέρατα |
κλητική | κέρας | κέρατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1] (κέρας)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈce.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέρας ουδέτερο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέρας
→ δείτε τη λέξη κέρατο |
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κερᾰσ- | κερᾰτ- | κερᾰσ- | κερᾰτ- | |||||
ονομαστική | τὸ | κέρᾰς | τὰ | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||
γενική | τοῦ | κέρως | κέρᾰτος | τῶν | κερῶν | κεράτων | ||
δοτική | τῷ | κέρᾳ | κέρᾰτῐ | τοῖς | κέρᾰσῐ(ν) | |||
αιτιατική | τὸ | κέρᾰς | τὰ | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||
κλητική ὦ! | κέρᾰς | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κεροῖν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέρας ουδέτερο
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Πηγές[επεξεργασία]
- κέρας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κρέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κρέας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κέρας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)