παχύδερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παχύδερμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχύδερμος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈçi.ðeɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χύ‐δερ‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]παχύδερμος, -η, -ο
- με χοντρό δέρμα
- (μεταφορικά) που δεν έχει συναισθηματική ευαισθησία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παχύδερμος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παχύδερμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παχύδερμος < παχύ- + δέρμ(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]παχύδερμος, -ος, -ον
- που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 5.3 @scaife.perseus
- ἔστι δ ἔνια τῶν παχυδέρμων λεπτότριχα διὰ τὴν εἰρημένην αἰτίαν πρότερον· ὅσῳ γὰρ ἂν λεπτότεροι οἱ πόροι ὦσιν, τοσούτῳ λεπτοτέρας ἀναγκαῖον γίνεσθαι τὰς τρίχας.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 5.3 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) νωθρός, βλάκας
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 25, 23 Τίμων ἢ Μισάνθρωπος @wikisource @scaife.perseus
- [Πλοῦτος] ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ παχύδερμος ἄνθρωπος, ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼς καὶ εἰ παριὼν ἄλλως μαστίξειέ τις ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς καὶ τὸν μυλῶνα ὥσπερ τὸ Ἀνάκτορον προσκυνῶν,
- [Πλοῦτος] Και αυτός αμέσως ορμάει επάνω μου, άνθρωπος ακαλαίσθητος και νωθρός, που ακόμη τρέμει τα δεσμά και τεντώνει το αυτί του, όταν κάποιος περαστικός χτυπήσει το μαστίγιό του αδιάφορα, και προσκυνά το μύλο ως Ανάκτορο.
- Μετάφραση (1977): Ερμιόνη Ηλιάδου, @greek‑language.gr
- [Πλοῦτος] ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ παχύδερμος ἄνθρωπος, ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼς καὶ εἰ παριὼν ἄλλως μαστίξειέ τις ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς καὶ τὸν μυλῶνα ὥσπερ τὸ Ἀνάκτορον προσκυνῶν,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 25, 23 Τίμων ἢ Μισάνθρωπος @wikisource @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- παχύδερμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παχύ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παχύ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Λουκιανό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)