ροδόκρινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδόκρινος η ροδόκρινη το ροδόκρινο
      γενική του ροδόκρινου της ροδόκρινης του ροδόκρινου
    αιτιατική τον ροδόκρινο τη ροδόκρινη το ροδόκρινο
     κλητική ροδόκρινε ροδόκρινη ροδόκρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδόκρινοι οι ροδόκρινες τα ροδόκρινα
      γενική των ροδόκρινων των ροδόκρινων των ροδόκρινων
    αιτιατική τους ροδόκρινους τις ροδόκρινες τα ροδόκρινα
     κλητική ροδόκρινοι ροδόκρινες ροδόκρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροδόκρινος < ροδό- + κρίνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈðo.kɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δό‐κρι‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

ροδόκρινος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ροδόκρινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)