Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρομβοειδής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρομβοειδής η ρομβοειδής το ρομβοειδές
      γενική του ρομβοειδούς* της ρομβοειδούς του ρομβοειδούς
    αιτιατική τον ρομβοειδή τη ρομβοειδή το ρομβοειδές
     κλητική ρομβοειδή(ς) ρομβοειδής ρομβοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομβοειδείς οι ρομβοειδείς τα ρομβοειδή
      γενική των ρομβοειδών των ρομβοειδών των ρομβοειδών
    αιτιατική τους ρομβοειδείς τις ρομβοειδείς τα ρομβοειδή
     κλητική ρομβοειδείς ρομβοειδείς ρομβοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρομβοειδής < αρχαία ελληνική ῥομβοειδής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ρομβοειδής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]