σίραιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίραιον τὰ σίραι
      γενική τοῦ σιραίου τῶν σιραίων
      δοτική τῷ σιραί τοῖς σιραίοις
    αιτιατική τὸ σίραιον τὰ σίραι
     κλητική ! σίραιον σίραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιραίω
γεν-δοτ τοῖν  σιραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σίραιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σίραιον ουδέτερο

  • μούστος, πετιμέζι
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.2 @scaife.perseus
    καὶ μέντοι καὶ τὸ καλούμενον ἕψημα καὶ σίραιον ἐκ τοῦ γλεύκους ἑψομένου γιγνόμενον, ὅσῳ γλυκύτερον ἀποτελεῖται τοῦ οἴνου, τοσούτῳ καὶ μελάντερον τῇ χρόᾳ καὶ παχύτερον τῇ συστάσει φαίνεται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]