σακουλιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακουλιασμένος η σακουλιασμένη το σακουλιασμένο
      γενική του σακουλιασμένου της σακουλιασμένης του σακουλιασμένου
    αιτιατική τον σακουλιασμένο τη σακουλιασμένη το σακουλιασμένο
     κλητική σακουλιασμένε σακουλιασμένη σακουλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακουλιασμένοι οι σακουλιασμένες τα σακουλιασμένα
      γενική των σακουλιασμένων των σακουλιασμένων των σακουλιασμένων
    αιτιατική τους σακουλιασμένους τις σακουλιασμένες τα σακουλιασμένα
     κλητική σακουλιασμένοι σακουλιασμένες σακουλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακουλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σακουλιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

σακουλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]