σαλτιμπάγκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλτιμπάγκος οι σαλτιμπάγκοι
      γενική του σαλτιμπάγκου των σαλτιμπάγκων
    αιτιατική τον σαλτιμπάγκο τους σαλτιμπάγκους
     κλητική σαλτιμπάγκε σαλτιμπάγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλτιμπάγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική saltimbanco < από τη φράση: «salta in banco»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sal.tiˈbaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλ‐τι‐μπά‐γκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλτιμπάγκος αρσενικό

  1. υπαίθριος ταχυδακτυλουργός, γελωτοποιός ή ακροβάτης
    κατάπινα σπαθιά σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών (Βάρναλης)
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος χωρίς αρχές, κατεργάρης, αναξιοπρεπής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]