σαμσάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμσάρα οι σαμσάρες
      γενική της σαμσάρας
    αιτιατική τη σαμσάρα τις σαμσάρες
     κλητική σαμσάρα σαμσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμσάρα < αγγλική samsara < σανσκριτική संसार (saṃsāra)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμσάρα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]