σαπροπηλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαπροπηλικός (νεολογισμός) < σαπροπηλ(ός) + -ικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σαπρ(ός) + -ο- + πηλ(ός) + -ικός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.pɾo.pi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐προ‐πη‐λι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
σαπροπηλικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπροπηλικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)