σαρανταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρανταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαρανταρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σαρανταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σαρανταρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρανταρισμένος
|