σατούρνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατούρνιος η σατούρνια το σατούρνιο
      γενική του σατούρνιου της σατούρνιας του σατούρνιου
    αιτιατική τον σατούρνιο τη σατούρνια το σατούρνιο
     κλητική σατούρνιε σατούρνια σατούρνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατούρνιοι οι σατούρνιες τα σατούρνια
      γενική των σατούρνιων των σατούρνιων των σατούρνιων
    αιτιατική τους σατούρνιους τις σατούρνιες τα σατούρνια
     κλητική σατούρνιοι σατούρνιες σατούρνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατούρνιος < Σατούρνος + -ιος < λατινική Saturnus < ετρουσκική 𐌔𐌀𐌕𐌓𐌄

Επίθετο[επεξεργασία]

σατούρνιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]