σεισμόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεισμόμετρο | τα | σεισμόμετρα |
γενική | του | σεισμόμετρου & σεισμομέτρου |
των | σεισμόμετρων & σεισμομέτρων |
αιτιατική | το | σεισμόμετρο | τα | σεισμόμετρα |
κλητική | σεισμόμετρο | σεισμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική seismometer < αρχαία ελληνική σεισμός + μετρέω / αναλύεται σε σεισμ(ός) + -ο- + -μετρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισμόμετρο ουδέτερο
- επιστημονικό όργανο ακριβείας που καταγράφει τις σεισμικές δονήσεις, τμήμα του σεισμογράφου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πρακτικά, σε πολλές γλώσσες οι λέξεις σεισμόμετρο και σεισμογράφος είναι συνώνυμες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμόμετρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)