σεκονταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεκονταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεκοντάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
σεκονταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σεκοντάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεκονταρισμένος
|