σεκονταρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεκονταρισμένος η σεκονταρισμένη το σεκονταρισμένο
      γενική του σεκονταρισμένου της σεκονταρισμένης του σεκονταρισμένου
    αιτιατική τον σεκονταρισμένο τη σεκονταρισμένη το σεκονταρισμένο
     κλητική σεκονταρισμένε σεκονταρισμένη σεκονταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεκονταρισμένοι οι σεκονταρισμένες τα σεκονταρισμένα
      γενική των σεκονταρισμένων των σεκονταρισμένων των σεκονταρισμένων
    αιτιατική τους σεκονταρισμένους τις σεκονταρισμένες τα σεκονταρισμένα
     κλητική σεκονταρισμένοι σεκονταρισμένες σεκονταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεκονταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεκοντάρω

Μετοχή[επεξεργασία]

σεκονταρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]