σεληνίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σεληνίτης οἱ σεληνῖται
      γενική τοῦ σεληνίτου τῶν σεληνιτῶν
      δοτική τῷ σεληνίτ τοῖς σεληνίταις
    αιτιατική τὸν σεληνίτην τοὺς σεληνίτᾱς
     κλητική ! σεληνῖτ σεληνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σεληνίτ
γεν-δοτ τοῖν  σεληνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σεληνίτης (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

σεληνίτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σεληνίτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (στον πληθυντικό) λαός της Αρκαδίας
  2. (ως κύριο όνομα) φανταστικός κάτοικος της σελήνης
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 13, 20 Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα @wikisource
    ὤμοσαν δὲ Ἡλιωτῶν μὲν Πυρωνίδης καὶ Θερείτης καὶ Φλόγιος, Σεληνιτῶν δὲ Νύκτωρ καὶ Μήνιος καὶ Πολυλάμπης.