σεντραρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεντραρισμένος η σεντραρισμένη το σεντραρισμένο
      γενική του σεντραρισμένου της σεντραρισμένης του σεντραρισμένου
    αιτιατική τον σεντραρισμένο τη σεντραρισμένη το σεντραρισμένο
     κλητική σεντραρισμένε σεντραρισμένη σεντραρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεντραρισμένοι οι σεντραρισμένες τα σεντραρισμένα
      γενική των σεντραρισμένων των σεντραρισμένων των σεντραρισμένων
    αιτιατική τους σεντραρισμένους τις σεντραρισμένες τα σεντραρισμένα
     κλητική σεντραρισμένοι σεντραρισμένες σεντραρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεντραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεντράρω

Μετοχή[επεξεργασία]

σεντραρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]