σιδηρόπλεχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδηρόπλεχτος η σιδηρόπλεχτη το σιδηρόπλεχτο
      γενική του σιδηρόπλεχτου της σιδηρόπλεχτης του σιδηρόπλεχτου
    αιτιατική τον σιδηρόπλεχτο τη σιδηρόπλεχτη το σιδηρόπλεχτο
     κλητική σιδηρόπλεχτε σιδηρόπλεχτη σιδηρόπλεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδηρόπλεχτοι οι σιδηρόπλεχτες τα σιδηρόπλεχτα
      γενική των σιδηρόπλεχτων των σιδηρόπλεχτων των σιδηρόπλεχτων
    αιτιατική τους σιδηρόπλεχτους τις σιδηρόπλεχτες τα σιδηρόπλεχτα
     κλητική σιδηρόπλεχτοι σιδηρόπλεχτες σιδηρόπλεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδηρόπλεχτος < σίδηρ(ος) + -ό- + πλεχτός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.ple.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δη‐ρό‐πλε‐χτος

Επίθετο[επεξεργασία]

σιδηρόπλεχτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]