σιτζίμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιτζίμι | τα | σιτζίμια |
γενική | του | σιτζιμιού | των | σιτζιμιών |
αιτιατική | το | σιτζίμι | τα | σιτζίμια |
κλητική | σιτζίμι | σιτζίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈd͡zi.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιτζίμι ουδέτερο
- λεπτό, γερό σκοινί ή γερός σπάγκος
- (μεταφορικά) πυκνή βροχή
- Η βροχή έπεφτε σιτζίμι. (Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)
- ≈ συνώνυμα: καρεκλοπόδαρα