Οι συντάκτριες και οι συντάκτες του Βικιλεξικού σας εύχονται καλή χρονιά!
Δείτε πρωτοχρονιάτικες λέξεις εδώ, μια εξαίρετη ευκαιρία για να βρούμε λέξεις που μας λείπουν και να εμπλουτίσουμε αυτές που ήδη υπάρχουν


σκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σχίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκί‐ζω

σκίζω, αόρ.: έσκισα, παθ.φωνή: σκίζομαι, π.αόρ.: σκίστηκα, μτχ.π.π.: σκισμένος

  1. κόβω στη μέση τραβώντας ή κάνοντας άνοιγμα
    άλλες μορφές: σχίζω
    ⮡  σκίζω ένα χαρτί
    ※  Δε χτύπησε αλλού, μονάχα έσκισε το χείλι του πάνω στην πέτρα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
    ⮡  Η βαρκούλα σκίζει τα κύματα.
  2. (οικείο, αμετάβατο, μόνο στην ενεργητική φωνή) διακρίνομαι σε έναν αθλητικό αγώνα ή σχολική εξέταση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]