σκαπανέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαπανέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκαπανεύς (σκαφτιάς) < σκαπάνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαπανέας αρσενικό
- (σπάνιο, επάγγελμα) πρόσωπο που εργάζεται με τη σκαπάνη, που έχει ως κύριο εργαλείο της δουλειάς του τη σκαπάνη, σκαφτιάς
- (στρατιωτικός όρος) ειδικότητα στο στρατό ξηράς, κυρίως στο Μηχανικό
- ↪ στη μονάδα υπήρχαν και δύο σκαπανείς Πεζικού
- (συνεκδοχικά) στρατιώτης του Μηχανικού
- (μεταφορικά, αρσενικό ή θηλυκό) πρωτοπόρος, αυτός που ανοίγει δρόμους σε έναν τομέα
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σκαπανέας | οι | σκαπανείς |
γενική | του του/της |
σκαπανέα σκαπανέως |
των | σκαπανέων |
αιτιατική | τον/τη | σκαπανέα | τους/τις | σκαπανείς |
κλητική | σκαπανέα | σκαπανείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)