σκιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | σκιώδης | σκιώδης | σκιώδες |
γενική | σκιώδους | σκιώδους | σκιώδους |
αιτιατική | σκιώδη | σκιώδη | σκιώδες |
κλητική | σκιώδη(ς) | σκιώδης | σκιώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | σκιώδεις | σκιώδεις | σκιώδη |
γενική | σκιωδών | σκιωδών | σκιωδών |
αιτιατική | σκιώδεις | σκιώδεις | σκιώδη |
κλητική | σκιώδεις | σκιώδεις | σκιώδη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιώδης < αρχαία ελληνική σκιώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sci.ˈɔ.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /sci.ˈɔ.ðɛs/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
σκιώδης, -ης, -ες
- ο σκιερός
- που γίνεται σε χαμηλούς τόνους, που δεν έχει ένταση
- (πολιτική) που ανήκει στην σκιώδη κυβέρνηση