σκιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκιώδης | η | σκιώδης | το | σκιώδες |
γενική | του | σκιώδους | της | σκιώδους | του | σκιώδους |
αιτιατική | τον | σκιώδη | τη | σκιώδη | το | σκιώδες |
κλητική | σκιώδη(ς) | σκιώδης | σκιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκιώδεις | οι | σκιώδεις | τα | σκιώδη |
γενική | των | σκιωδών | των | σκιωδών | των | σκιωδών |
αιτιατική | τους | σκιώδεις | τις | σκιώδεις | τα | σκιώδη |
κλητική | σκιώδεις | σκιώδεις | σκιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκιώδης < αρχαία ελληνικήσκιώδης
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σκιώδης, -ης, -ες
- σκιερός
- που γίνεται σε χαμηλούς τόνους, που δεν έχει ένταση
- (πολιτική) που ανήκει στην σκιώδη κυβέρνηση