σκληροκέφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληροκέφαλος η σκληροκέφαλη το σκληροκέφαλο
      γενική του σκληροκέφαλου της σκληροκέφαλης του σκληροκέφαλου
    αιτιατική τον σκληροκέφαλο τη σκληροκέφαλη το σκληροκέφαλο
     κλητική σκληροκέφαλε σκληροκέφαλη σκληροκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληροκέφαλοι οι σκληροκέφαλες τα σκληροκέφαλα
      γενική των σκληροκέφαλων των σκληροκέφαλων των σκληροκέφαλων
    αιτιατική τους σκληροκέφαλους τις σκληροκέφαλες τα σκληροκέφαλα
     κλητική σκληροκέφαλοι σκληροκέφαλες σκληροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκληροκέφαλος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skli.ɾoˈce.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλη‐ρο‐κέ‐φα‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

σκληροκέφαλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.