σκληροκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληροκέφαλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skli.ɾoˈce.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρο‐κέ‐φα‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκληροκέφαλος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληροκέφαλος
→ δείτε τη λέξη πεισματάρης |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.