σκολόπενδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκολόπενδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκολόπενδρα (που προφερόταν με [nd]). Συγκρίνετε με σκολόπεντρα.
- Επίσης, δείτε ὄχεντρα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skoˈlo.pen.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐λό‐πεν‐δρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκολόπενδρα θηλυκό
- (ζωολογία) λόγιος τύπος του σκολόπεντρα: η σαρανταποδαρούσα
Πηγές
[επεξεργασία]- σκολόπενδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκολόπενδρᾰ | αἱ | σκολόπενδραι |
γενική | τῆς | σκολοπένδρᾱς | τῶν | σκολοπενδρῶν |
δοτική | τῇ | σκολοπένδρᾳ | ταῖς | σκολοπένδραις |
αιτιατική | τὴν | σκολόπενδρᾰν | τὰς | σκολοπένδρᾱς |
κλητική ὦ! | σκολόπενδρᾰ | σκολόπενδραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκολοπένδρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκολοπένδραιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκολόπενδρα < άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν προελληνική προέλευση [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σκολόπεντρα
- Επίσης, δείτε τη μεσαιωνική ελληνική ὄχεντρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκολόπενδρα θηλυκό
- (ζωολογία) η σκολόπεντρα, η σαρανταποδαρούσα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «σκολόπεντρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- σκολόπενδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)