σκορπιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκορπιστός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skoɾ.piˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πι‐στός
Επίθετο[επεξεργασία]
σκορπιστός, -ή, -ό
- που σκορπίστηκε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορπιστός
→ δείτε τη λέξη διάσπαρτος |