σκουτάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκούταρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουτάρι τα σκουτάρια
      γενική του σκουταριού των σκουταριών
    αιτιατική το σκουτάρι τα σκουτάρια
     κλητική σκουτάρι σκουτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουτάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτ(άριν) + -άρι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skuˈta.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐τά‐ρι
τονικό παρώνυμο: Σκούταρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουτάρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]