σκυλοφαγωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυλοφαγωμένος η σκυλοφαγωμένη το σκυλοφαγωμένο
      γενική του σκυλοφαγωμένου της σκυλοφαγωμένης του σκυλοφαγωμένου
    αιτιατική τον σκυλοφαγωμένο τη σκυλοφαγωμένη το σκυλοφαγωμένο
     κλητική σκυλοφαγωμένε σκυλοφαγωμένη σκυλοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυλοφαγωμένοι οι σκυλοφαγωμένες τα σκυλοφαγωμένα
      γενική των σκυλοφαγωμένων των σκυλοφαγωμένων των σκυλοφαγωμένων
    αιτιατική τους σκυλοφαγωμένους τις σκυλοφαγωμένες τα σκυλοφαγωμένα
     κλητική σκυλοφαγωμένοι σκυλοφαγωμένες σκυλοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκυλοφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκυλοτρώγομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

σκυλοφαγωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]