σκυρωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυρωτός η σκυρωτή το σκυρωτό
      γενική του σκυρωτού της σκυρωτής του σκυρωτού
    αιτιατική τον σκυρωτό τη σκυρωτή το σκυρωτό
     κλητική σκυρωτέ σκυρωτή σκυρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυρωτοί οι σκυρωτές τα σκυρωτά
      γενική των σκυρωτών των σκυρωτών των σκυρωτών
    αιτιατική τους σκυρωτούς τις σκυρωτές τα σκυρωτά
     κλητική σκυρωτοί σκυρωτές σκυρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυρωτός < αρχαία ελληνική σκυρωτός[1] < σκῦρον

Επίθετο

[επεξεργασία]

σκυρωτός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σκυρωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.