σκύβαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκύβαλο | τα | σκύβαλα |
γενική | του | σκύβαλου | των | σκύβαλων |
αιτιατική | το | σκύβαλο | τα | σκύβαλα |
κλητική | σκύβαλο | σκύβαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκύβαλο < αρχαία ελληνική σκύβαλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκύβαλο ουδέτερο
- ό,τι μένει στο κόσκινο μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών
- απόρριμμα, σκουπίδι
- (μεταφορικά) ανάξιος και τιποτένιος άνθρωπος
- (κοπρανολογική κλίμακα Bristol) κόπρανα τμηματισμένα σε σβώλους (κάποιες φορές διέρχονται δύσκολα)